- γυιός
- (I)γυιός, -ή, -όν (Α) [γυιώ]ανάπηρος.————————(II)οβλ. γιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυιός — lame masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιόν — γυιός lame masc acc sg γυιός lame neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιαί — γυιός lame fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυιή — γυιός lame fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρασύγυιος — θρασύγυιος, ον (Α) (για αθλητή) αυτός που έχει δυνατά μέλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρασυ * + γυιος < γυῖον «μέλος τού σώματος» (πρβλ. βαρύ γυιος, εύ γυιος)] … Dictionary of Greek
ιμερόγυιος — ἱμερόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία μέλη τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵμερος + γυιος (< γυῖον), πρβλ. αγλαό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
καμπεσίγυιος — καμπεσίγυιος, ον (Α) (για παιχνίδια) αυτός που κάμπτει τα μέλη τού σώματος («παίγνια καμπεσίγυια» παιχνίδια που λυγίζουν τα μέλη τού σώματος, τα νευρόσπαστα, Ορφ. απόσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καμπεσί (< κάμπτω) + γυιος (< γυῖα «μέλη τού σώματος») … Dictionary of Greek
λαρνακόγυιος — λαρνακόγυιος, ον (Α) (το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιος προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, ακος + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερό γυιος, καμπεσί γυιος] … Dictionary of Greek
λαχνόγυιος — λαχνόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό γυιος, λιπό γυιος] … Dictionary of Greek
νεόγυιος — νεόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει νεανικά μέλη, ο νέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + γυιος (< γυῖον «μέλος τού σώματος»), πρβλ. βαρύ γυιος, θρασύ γυιος] … Dictionary of Greek